- προβαίνω
- ΝΜΑ1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.)2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότεςάνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοινεοελλ.1. (με την πρόθεση σε) προβαίνω σε...ενεργώ, αρχίζω να κάνω κάτι («μετά την επίθεση η Ελλάδα προέβη σε έντονο διάβημα στον ΟΗΕ»)2. προβάλλω, παρουσιάζομαι («προβαίνει η χαραυγούλα», Κρυστ.)3. φρ. «προβεβηκυία ηλικία» — η προχωρημένη, η γεροντική ή η σχεδόν γεροντική ηλικίααρχ.1. (για τρίχες) αναπτύσσομαι, μεγαλώνω2. μτφ. (για διήγηση, λογικό επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια ή γεγονός) βαίνω προς τα εμπρός, προοδεύω («προβήσομαι εἰς τὸ πρόσω τοῡ λόγου», Ηρόδ.)3. υπερέχω, υπερτερώ («πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Ομ. Ιλ.)4. διαβαίνω5. κάνω κάποιον να πάει μπροστά, να προοδεύσει («τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει;», Πίνδ.)6. φρ. α) «μέγα προβαίνω» — κάνω μεγάλο βήμα προς τα εμπρόςβ) «ἄστρα προβέβηκε» — πέρασαν τα μεσάνυχταγ) «ἡ νὺξ προβαίνει» — η νύχτα προχωρείδ) «ἐκ τοῡ προβεβηκότος» — υπό την πίεση τών περιστάσεωνε) «προβαίνει τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῡον» — το έθνος αυξάνει την κυριαρχία τουστ) «εἰς τοῡτο προβέβηκε» — έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο ώστε...ζ) «προβαίνω τὰ ἀριστερά»(για ζώο) έχω τα αριστερά σκέλη εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.